ΓΛΥΠΤΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ
Γεώργιος Καραϊσκάκης
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας επαναστάτης, αρχικά υπήρξε σπουδαίος αρματωλός και στη συνέχεια κατέστη στρατηγός της Επανάστασης του 1821.
Η
ετυμολογική προέλευση του επωνύμου του
Το επίθετό του είναι χαϊδευτικό
υποκοριστικό του Καραΐσκος. που έφερε ο πατέρας του ήρωα Γεώργιος Καραΐσκος.
Στην παιδική του ηλικία έλαβε το προσωνύμιο το Καραϊσκάκι δηλαδή το άτυχο
Καραϊσκόπουλο, λόγω της ορφάνιας του και της παραμέλησής του από τον πατέρα
και τα αδέλφια του. Ο ίδιος υπέγραφε επίσημα Καραΐσκος όπως φαίνεται και
στη σφραγίδα του του 1816. Πρόκειται για μια σύνθετη λέξη από του τουρκικό Kara
και το παλαιότερο οικογενειακό όνομα Ίσκος.
Πρωτα
χρονιαΓεννήθηκε σε μια σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομμάτι Καρδίτσας ή σύμφωνα με άλλες πηγές σε ένα μοναστήρι στη Σκουληκαριά Άρτας τo 1782, νόθος γιος της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά, πρώτης εξαδέλφης του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια (γι' αυτό και του έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς»). Για την ταυτότητα του πατέρα του δεν υπάρχει βεβαιότητα. Θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Καραΐσκος. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Μεγάλη ψυχολογική και κοινωνική πίεση δέχθηκε λόγω του προηγούμενου. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη, κάνει τα πρώτα βήματά του ως Κλέφτης. Ο Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά.
Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας
του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που
λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης
Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα
ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε:
"Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με
αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο".
Κατά την πρώτη
παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε τη Εγκολπία (Γκόλφω) Σκυλοδήμου από γνωστή οικογένεια των αρματωλών και απέκτησε την Πηνελόπη, κατόπιν
σύζυγο του Ανδρέα
Νοταρά υπουργού
του Όθωνα καὶ αργότερα τὴν Ελένη (Νίτσα)
καὶ τὸν Σπύρο, τὴν φύλαξη των οποίων όταν πέθανε άφησε στόν ανηψιό του Μήτρο Σκυλοδήμο. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια
διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά μετέρχονταν με
γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Κατά την διάρκεια της
Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η
περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε το στρατηγό σε
όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις και θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα
που δεν επιβεβαιώνεται από την επιστημονική έρευνα.
Δράση πριν το 1821
Όταν το
καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο
Αλή Πασάς από τα Σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και
αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα
απομακρύνθηκε και απ' αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα
Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες
αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση
κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής
θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία
διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου
και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.Δράση 1821 - 1823
Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις Σουλτανικές αρχές της Λάρισας.Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν» ενώ «τα "δικαιώματα" θα τα έστελνε ο ίδιος σ' εκείνους». Έτσι ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, εξαγοράζοντας τον καιρό και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και "αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει" έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) όταν μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα, στρατού του οποίου ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγος, ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς κοντά στον Άγιο Βλάση, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.
Το
τέλος
Μνημείο για τον Γ. Καραϊσκάκη στο
Φάληρο.
Η αποβίβαση του Καραισκάκη στο
Φάληρο (λεπτομέρεια). Λάδι. Κ. Βολανάκη.
Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης
επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου
άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε
"ταμπούρια" (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις
των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε
επικουρία του Αρχιστρατήγου.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827
προσήλθαν και οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), "στόλαρχος πασών των ναυτικών
δυνάμεων", Κόχραν μαζί με τον Τσωρτς, "διευθυντή χερσαίων δυνάμεων"
προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης
βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την
οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων
υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα. Και
τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας
τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές
δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο με κατά μέτωπο επίθεση σε
πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που
επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές
ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές
του Καραϊσκάκη.
Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να
επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις
μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη
ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες
αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους
"κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι
ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο
Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την
κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.
Η επιχείρηση ορίσθηκε να
πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας
συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το
σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν
πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και
καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι
άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε
θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα
κατάλαβαν πως θα κατέληγε.
Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό
του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που
είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον Στρατηγό Μακρυγιάννη που τον
επισκέφθηκε, ήταν "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να
βαστήξετε την πατρίδα".
Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο
θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός
του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το
πανελλήνιο.
Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης
έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" και μοιρολογούσε
σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη
ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη
πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου,
στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους
Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού
στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του
στρατοπέδου του Κερατσινίου.
ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Πολιτικός και στρατιωτικός, ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά στη
στρατιωτική αναβάθμιση της Αθήνας σε ναυτική δύναμη, με όλες τις πολιτικές και
κοινωνικές επιπτώσεις.
Ο
Θεμιστοκλής εκτίμησε σωστά τον κίνδυνο των Περσών, συμπλήρωσε τις κατασκευές
στο λιμάνι του Πειραιά και βομβάρδιζε τους Αθηναίους με μηνύματα για την
αναγκαιότητα να δημιουργηθεί πολεμικό ναυτικό.
Το
490 π.Χ. συμμετείχε ως στρατηγός στη μάχη του Μαραθώνα. Αργότερα κατάφερε με
εξοστρακισμό να απομονώσει τους πολιτικούς αντιπάλους του που ήταν υποστηρικτές
της ολιγαρχίας και εκπρόσωποι των πλούσιων κτηματιών.
Μετά
τον εξοστρακισμό και του ολιγαρχικού αντιπάλου του, Αριστείδη, το έτος 483
π.Χ., ο οποίος ήταν ενάντια στη ναυτική δύναμη και υπέρ του πεζικού που είχαν
υπό τον έλεγχό τους οι ολιγαρχικοί, υλοποίησε ο Θεμιστοκλής το ναυπηγικό του
πρόγραμμα, βάσει του οποίου κατασκεύασε περίπου 200 τριήρεις που χρηματοδότησε
από τα έσοδα των αργυρωρυχείων του Λαυρίου.
Όταν πλησίασε ο Περσικός στρατός στην Αθήνα, μετά τη μάχη των
Θερμοπυλών, ακολουθούμενος στη θάλασσα από ισχυρό στόλο, φάνηκε ότι το σχέδιο
του Θεμιστοκλή, δεν θα είχε επιτυχία. Πράγματι, οι Πέρσες κατέλαβαν το 480 π.Χ.
και λεηλάτησαν την πόλη, η οποία όμως είχε προηγουμένως εκκενωθεί από τους
Αθηναίους.
Ο
Θεμιστοκλής αποφάσισε να αντιμετωπίσει την κατάσταση με πανουργία, φοβούμενος
την πρόωρη αποχώρηση των Σπαρτιατών στέλνοντας μυστικό μήνυμα στον Ξέρξη Α', με
το οποίο τον συμβούλευε να επιτεθεί στον αθηναϊκό στόλο, πριν αυτός ξεφύγει από
τη Σαλαμίνα και βγει στην ανοικτή θάλασσα.
Ο
Ξέρξης πείστηκε να επιτεθεί πριν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του και διέταξε
τα μεγάλα και δυσκίνητα πλοία του στο Φάληρο να εισχωρήσουν στη ρηχή θάλασσα
γύρω από τη Σαλαμίνα. Τα μικρά και ευέλικτα πλοία των Αθηναίων μετέτρεψαν την
επίθεση του Ξέρξη σε φιάσκο και σε συντριβή των Περσών. Μετά την αποχώρηση
τους, έπεισε ο Θεμιστοκλής τους Αθηναίους να χτιστούν (479-478 π.Χ.), ενάντια
στη γνώμη και στις βλέψεις των Σπαρτιατών, τα «μακρά τείχη» που ένωναν την
Αθήνα με τον Πειραιά.
Ο
Θουκυδίδης, ολιγαρχικών προτιμήσεων ο ίδιος, αναφέρει για το Θεμιστοκλή ότι
ήταν άνθρωπος με πολλά φυσικά χαρίσματα και άξιος γι' αυτό του μεγαλύτερου
θαυμασμού. Είχε έμφυτη οξυδέρκεια και ήταν σε θέση να κρίνει και αποφασίσει
ταχύτατα σε δύσκολες συνθήκες. Μπορούσε να εξηγεί πειστικά τα σχέδιά του και,
ακόμα και για θέματα που δεν γνώριζε καλά ο ίδιος, είχε την ικανότητα να
αναγνωρίζει τα μειονεκτικά και πλεονεκτικά σημεία τους. Τα χαρίσματά του τον
οδηγούσαν σε ευέλικτους αυτοσχεδιασμούς, με τους οποίος μπορούσε σχεδόν πάντα
να αντιπαρέρχεται τις δυσκολίες.
Αυτές
οι φυσικές ικανότητές του έκαναν όμως το Θεμιστοκλή συχνά αλαζονικό και
μεγαλομανή, πέρα από τη φιλοχρηματία που έδειχνε σε διάφορες περιπτώσεις. Έτσι
προκάλεσε την οργή των Αθηναίων, με αποτέλεσμα να εξοστρακιστεί το 471 π.Χ. με
απόφαση του Δήμου. Ο Θεμιστοκλής αποσύρθηκε αρχικά στο 'Αργος και στη συνέχεια,
μετά από περιπέτειες, μέσω Κέρκυρας, Ηπείρου και Μακεδονίας πήγε στη Μικρά Ασία,
όπου έθεσε στη Σούσα τον εαυτό του στην υπηρεσία του Αρταξέρξη Α'. Ο Πέρσης
βασιλιάς ανταπέδωσε στον υψηλό φιλοξενούμενο του, τη χάρη για τα στρατηγικά
σχέδια που του υπέβαλε, ανταμείβοντας τον με τη διοίκηση μιας πλούσιας περιοχής
στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας.
Πέθανε
εκεί, και κατά μία εκδοχή αυτοκτόνησε, όταν διαπίστωσε ότι ο Αρταξέρξης θα τον
χρησιμοποιούσε στην εκστρατεία του εναντίον των ελληνικών πόλεων.
Η
τοποθέτηση του γλυπτού εκεί, αποφασίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1975 από το
Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιά για να καλύψει τον χώρο που κάποτε βρίσκονταν το
παλαιό Δημαρχείο Πειραιά (Ρολόι) το οποίο κατεδαφίστηκε. Ο ανδριάντας ήταν δωρεά του Πειραιώτη Ιωάννη Μελετόπουλου που διατελούσε
τότε Πρόεδρος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας και κατασκευάστηκε από
τον γλύπτη Νικόλα.
Η ιδέα να τοποθετηθεί στον Πειραιά το άγαλμα του
Θεμιστοκλή δεν ανήκε, ωστόσο, στον Ιωάννη Μελετόπουλο αφού κατά τη διάρκεια της
Δημαρχίας του Δεύτερου Δημάρχου Πειραιώς Πέτρου Ομηρίδη, κατασκευάστηκε μια
προτομή, αντίγραφο αυτής του Μουσείου
του Βατικανού, η οποία τοποθετήθηκε σε μια μαρμάρινη στήλη ύψους 10
μέτρων στην ίδια πλατεία που τότε λέγονταν Πλατεία Θεμιστοκλέους. Αργότερα η
στήλη καταστράφηκε και, η προτομή πήρε θέση δίπλα στην είσοδο του Δημαρχείου.
Σήμερα αυτή η προτομή βρίσκεται στα Ταμπούρια στο Κερατσίνι.
Έτσι ο Θεμιστοκλής εξορίσθηκε για δεύτερη φορά μέχρι
που ο πατέρας του Ιωάννη, ο Αλέξανδρος
Μελετόπουλος πρότεινε την κατασκευή και τοποθέτηση ενός γιγαντιαίου
ανδριάντα, αντάξιου με την φήμη του Θεμιστοκλή. Ο Ιωάννης Μελετόπουλος ανέλαβε
λοιπόν την χορηγία της κατασκευής του, στην μνήμη του πατέρα του. Ο Θεμιστοκλής
με το δεξί του χέρι δείχνει τον κεντρικό λιμένα του Πειραιά που είναι το κέντρο
ανάπτυξης της Ελλάδας από την αρχαιότητα εώς και σήμερα.
Λιοντάρι του Πειραιά
Το Λιοντάρι του Πειραιά είναι ένα γλυπτό το οποίο βρισκόταν στην είσοδο του
λιμανιού του Πειραιά μέχρι το 1687. Λόγω της επιβλητικής παρουσίας
του μνημείου, η πόλη ονομαζόταν και Πόρτο Λεόνε (Porto Leone).
Σήμερα βρίσκεται στο ναύσταθμο της
Ιστορικές αναφορές
Το Λιοντάρι του Πειραιά στον
ναύσταθμο της Βενετίας. Το μνημείο αυτό δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα το πότε
και για ποιον λόγο κατασκευάστηκε, πότε και για ποιον λόγο τοποθετήθηκε στον
Πειραιά. Όλα όσα ξέρουμε στηρίζονται κυρίως σε διηγήσεις και θρύλους. Οι μέχρι
τώρα σχετικές έρευνες επικεντρώνονται σε προσωπικές μαρτυρίες όσων είδαν το
λιοντάρι με τα ίδια τους τα μάτια κατά την επίσκεψή τους στον Πειραιά.
Aπό τους αρχαίους συγγραφείς δεν
έχουμε κάποιο απόσπασμα που να κάνει λόγο για το λιοντάρι. Η πρώτη αναφορά του
λιμανιού ως Πόρτο Λεόνε γίνεται
σε ναυτικό χάρτη του Γενοβέζου Πέτρου Βισκόντι το 1318. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το μνημείο δεν βρισκόταν
εκεί από πιο παλιά.
Ο Παυσανίας και ο Στράβωνας οι οποίοι περιγράφουν τον Πειραιά
κατά την περίοδο της παρακμής του, ενώ αναφέρονται σε πολλά μνημεία, πουθενά
δεν αναφέρουν το λιοντάρι. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Αkerblad στο συμπέρασμα ότι φτιάχτηκε
περίπου το 2ο μ.Χ. αιώνα. Άλλοι ερευνητές υποθέτουν ότι φτιάχτηκε από τον
μεγάλο δούκα της Αθήνας Γκυ ντε Λα Ρος και άλλοι πως φτιάχτηκε μεταξύ 11ου
και 15ου αιώνα. Οι Rafn, Watbled, Σχινάς, Αρβανιτόπουλος, καθώς και ο γλύπτης
Καννόβας, που επισκέφθηκε το λιοντάρι στη Βενετία, υποστηρίζουν πως είναι έργο
της κλασικής περιόδου. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει κάποια κοινά αποδεκτή εκτίμηση
για την ηλικία του μνημείου.
Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι η θέση
που καταλάμβανε το λιοντάρι από το 1388 δεν είναι και η αρχική και αυτό γιατί στη
συγκεκριμένη θέση υπήρχαν στην αρχαιότητα οι «Στοές». Οι Amaud Fr, Guilletiere,
J.-P. Babin, Spon, Wheler, Gourmenin, Robert de Dreux, Coronelli de Combew,
Comelio Magni, Anne d’ Akerjhelm αναφέρουν ότι είδαν ένα λιοντάρι στον μυχό του
λιμανιού. Εκτιμάται ότι το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται μεταξύ του κτιρίου της
Εθνικής Τράπεζας και του Τινάνειου κήπου. Οι Spon και Wheler, το 1675, αναφέρουν το ίδιο, προσθέτοντας ότι είχε μέγεθος
τριπλάσιο του κανονικού. Παρατηρώντας το σωλήνα που κατέληγε στο στόμα του μέσω
της ράχης, συμπέραναν ότι χρησίμευε ως κρήνη.
Η παρουσία του
μνημείου στο λιμάνι του Πειραιά τερματίζεται το 1687 με την αρπαγή του από το ναύαρχο
Φραγκίσκο Μοροζίνη. Μεταφέρεται στη Βενετία ως
λάφυρο μαζί με άλλα τρία λιοντάρια μικρότερου μεγέθους. Τα έργα αυτά βρίσκονται
μέχρι σήμερα στο ναύσταθμο της Βενετίας. Η αρπαγή των συγκεκριμένων λιονταριών
δεν είναι τυχαία και αυτό γιατί έμβλημα της Βενετίας την εποχή εκείνη ήταν το
λιοντάρι.
Επιγραφές του λιονταριού
Πολύς λόγος έχει γίνει για τις επιγραφές στη ράχη του λιονταριού, οι οποίες και μπορούν ίσως να δώσουν απάντηση στο ερώτημα που αφορά το πότε και γιατί κατασκευάστηκε. Πρώτος ο Δανός Akerblad το 1799 επικεντρώθηκε στο θέμα και εξέδωσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του σε μια φιλολογική εσπερίδα στην Κοπεγχάγη. Πολλοί μετά απ’ αυτόν χρησιμοποίησαν ή τροποποίησαν τη συγκεκριμένη εργασία. Αξίζει να επισημάνουμε ότι ο πρώτος Έλληνας που ασχολήθηκε με τη μετάφραση των επιγραφών ήταν ο Α. Μουστοξύδης. Το πότε χαράχτηκαν οι επιγραφές αυτές είναι ένα ερώτημα που απασχόλησε πολλούς μελετητές. Ο Laborde υποστήριξε ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν την εποχή κατά την οποία το λιοντάρι μεταφέρονταν από το Μαραθώνα στην Αθήνα. Υποστηρίζει δηλαδή ότι το μνημείο είναι δημιούργημα των Αθηναίων σε ανάμνηση της νίκης των Ελλήνων στο Μαραθώνα. Αντιθέτως, με βάση τον Bugge, οι επιγραφές χαράχτηκαν γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα. Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο Γρηγορόβιος και προσθέτει πως οι επιγραφές χαράχτηκαν από την ακολουθία του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα το 1018.
O Grimm τοποθέτησε χρονικά τη χάραξη
των επιγραφών αυτών το 12ο ή το 13ο αιώνα. Οι λόγιοι της Άρκτου υποστηρίζουν
την άποψη του Γρηγορόβιου και προσθέτουν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν κατ’
εντολή του κόμη Καίνιξμαρκ (Konigsmark) ή από στρατιώτη του για διασκέδαση το 1688.
Οι Akerblad, Kopish, Grimm, Bugge,
Γρηγορόβιος, Αρβανιτόπουλος, Χιωτέλης υποστήριξαν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν
από Σουηδό μισθοφόρο, ο οποίος υπηρετούσε στη φρουρά των Βαράγγων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
τον 11ο αιώνα. Ο Laborde αντιτίθεται με την εκδοχή αυτή υποστηρίζοντας ότι οι
Βάραγγοι δεν είχαν ούτε τη συνήθεια αλλά ούτε και την γνώση που απαιτείται για
τέτοιου είδους επιγραφές.
Η γλώσσα των επιγραφών υπήρξε πεδίο
πολλών αντιπαραθέσεων και διαφωνιών. Ο Bossi και ο αρχαιολόγος D’ Hancarville
διακρίνουν πελασγική γραφή. Ο Laborde υποστήριξε ότι μοιάζουν με ελληνικά,
φοινικικά, σιναϊτικά γράμματα σε πρωτόγονη μορφή. Υπήρξαν πολλοί όμως, με
επικεφαλής τον Akerblad, οι οποίοι έχουν την άποψη ότι τα γράμματα είναι
ρουνικά. Ρουνικό[ αλφάβητο χρησιμοποίησαν διάφοροι βόρειοι λαοί, κυρίως
σκανδιναβικοί, για πάρα πολλούς αιώνες. Δεδομένου ότι η επίσκεψη τέτοιων φύλων
ήταν συνεχής στο πέρασμα των αιώνων, στον ελλαδικό χώρο, ενισχύεται η θεωρία με
βάση την οποία έγιναν οι διάφορες μελέτες.
Ο πρώτος ο οποίος έδωσε πλήρη
ερμηνεία των επιγραφών είναι ο Σουηδός Rafn το 1856. Μετάφραση της επιγραφής αυτής υπάρχει αυτούσια στην
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Κων. Παπαρηγόπουλου
και είναι η εξής:
- Για την αριστερή πλευρά «Ο Χάνων με τον Ουλφ, Ασμούνδ και Οέρν κυρίευσαν αυτό το λιμάνι. Αυτοί μαζί με το Χάραλδ τον Μακρό επέβαλαν βαριές χρηματικές ποινές εξαιτίας της αποστασίας του ελληνικού λαού. Ο Δαλκ αιχμαλωτίστηκε, ο Έγιλ και ο Ραγνάρ εκστράτευσαν σε Ρουμανία και Αρμενία».
- Για τη δεξιά πλευρά «Ο Άσμουνδ με τον Ασγείρ, Θορλείφ, Θορ και Ιβάρ χάραξαν τις επιγραφές αυτές κατόπιν παραγγελίας του Χάραλδ του Μακρού παρά την οργή των Ελλήνων να τους εμποδίσουν».
Οι ερμηνείες αυτές έχουν υιοθετηθεί
από πολλούς, αλλά έχουν απορριφθεί επίσης από πολλούς. Ωστόσο το μόνο υπαρκτό
πρόσωπο στην επιγραφή είναι ο Χάραλδ ο Μακρός για τον οποίο όμως δεν υπάρχει μαρτυρία για την
εμφάνισή του στον Πειραιά, παρά μόνο για τις δραστηριότητές του στην ευρύτερη
περιοχή.
Θρύλοι και παραδόσεις
Το λιμάνι
του Πειραιά κατά το μεσαίωνα ονομαζόταν Πόρτο Λεόνε ή Πόρτο Δράκο. Η ονομασία
σύμφωνα με του θρύλους, προέκυψε γιατί θεωρούσαν τους δράκους ανθρώπους,
τεράστιους σε μέγεθος, οι οποίοι είχαν τη δύναμη να μεταμορφώνονται σε
ανθρωπόμορφους λέοντες.
Οι
Τούρκοι, από την άλλη πλευρά, το ονόμαζαν Ασλάν Λιμάνι, δηλαδή Λιμάνι
του Λιονταριού. Με βάση τον σχετικό θρύλο, κάποια Τουρκάλα που ήταν έγκυος
έτυχε να κοιτάξει το άγαλμα και αμέσως γέννησε ένα τέρας με πρόσωπο λιονταριού,
αυτιά όρθια σαν του λαγού και πόδια μικρού παιδιού. Πήδηξε στο έδαφος βγάζοντας
κραυγές σαν γαβγίσματα σκύλου. Λέγεται ότι το σκότωσαν αμέσως και ότι
απαγόρευσαν στο Γάλλο χειρούργο Fouchon, που ήταν παρών να το ταριχεύσει και να
το στείλει στη Γαλλία.
Προσπάθειες επαναπατρισμού
Προσπάθειες
για την επιστροφή του λιονταριού έχουν γίνει από πολύ παλιά. Ήδη σε ένα φύλλο
της εφημερίδας «Φωνή του Πειραιά» του 1945 αναφέρεται ότι το θέμα της επιστροφής
έχει τεθεί και από πριν τον πόλεμο από την κυβέρνηση Μεταξά. Με αφορμή το
δημοσίευμα της εφημερίδας, ο τότε υπουργός Πρωτευούσης Κοτζιάς έθεσε το ερώτημα
στο Υπουργείο Παιδείας, το οποίο απαντώντας γνωστοποιεί ότι η αρχαιολογική
υπηρεσία έχει προβεί στην αποστολή επιστολής, ζητώντας την επιστροφή των δύο
λιονταριών που κοσμούσαν το λιμάνι. Βέβαια εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι
γίνεται ένα μεγάλο λάθος, γιατί ένα ήταν το λιοντάρι που κοσμούσε το λιμάνι του
Πειραιά.
Στις
μέρες μας γίνονται και πάλι προσπάθειες για την επιστροφή αυτού του σημαντικού
μνημείου. Έχει ιδρυθεί από τον Απόστολο Δρόμβο η «Επιτροπή Επιστροφής του
Λέοντος». Παράλληλα με τις προσπάθειες που γίνονται, η επιτροπή είχε αναθέσει
στο γλύπτη Γιώργο Μέγκουλα την κατασκευή αντίγραφου με σκοπό την ανταλλαγή και
την τοποθέτηση του πραγματικού στη θέση του. Το αντίγραφο βρίσκεται στην είσοδο
του λιμανιού, στη λεγόμενη «μπούκα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου