Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

To τμήμα μας


Από την επίσκεψή μας στην Εθνική Γλυπτοθήκη την Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου.

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Πρόταση τοποθέτησης γλυπτού στην περιοχή του σχολείου μας

Aνοιχτή επιστολή προς τον Δήμαρχο Πειραιά

Αξιότιμε κύριε Δήμαρχε Πειραιά,

Είμαστε μαθητές της Α΄τάξης του 7ου ΓΕΛ Πειραιά και στο πλαίσιο του μαθήματος project του α΄τετραμήνου ασχοληθήκαμε με τη μελέτη των γλυπτών στον δημόσιο χώρο της πόλης μας. 
Η ενασχόλησή μας αυτή  μας οδήγησε στη δυσάρεστη διαπίστωση πως είναι εξαιρετικά  περιορισμένη η παρουσία γλυπτών έργων τέχνης στην περιοχή μας. Κατανοούμε τα οξυμένα οικονομικά προβλήματα αλλά θεωρούμε πως ο Πολιτισμός οφείλει να είναι στις προτεραιότητές μας.
Με αυτό το σκεπτικό θα  θέλαμε να σας προτείνουμε την αξιοποίηση του χώρου πρασίνου στη συμβολή των οδών Ψαρρών και Σαλαμίνος με την τοποθέτηση ενός γλυπτού έργου τέχνης. Έχουμε σκεφθεί πως ο χώρος αυτός, που βρίσκεται πολύ κοντά σε δημοτικά σχολεία και νηπιαγωγεία και περιλαμβάνει  παιδική χαρά, θα μπορούσε να αναδειχθεί καλύτερα με ένα σύγχρονο γλυπτό, μοντέρνας αισθητικής που να τιμά τις μητέρες που καθημερινά τον διαβαίνουν για να οδηγήσουν τα παιδιά τους στη γνώση ή να τους προσφέρουν τη χαρά και το παιχνίδι στον χώρο του μικρού πάρκου.
Σας προτείνουμε, ως καθ'ύλην αρμόδιο,  να τοποθετηθεί ένα γλυπτό που να απεικονίζει μια μητέρα με τα μικρά της παιδιά. 
Η ανταπόκρισή σας στο αίτημά μας θα μας πρόσφερε μεγάλη χαρά και ικανοποίηση και θα αναβάθμιζε αισθητικά την περιοχή μας, τιμώντας παράλληλα και τις ακάματες μητέρες μας.

Με εκτίμηση,

Τμήμα Α1,
 7ο ΓΕΛ Πειραιά

Συμπεράσματα από την επεξεργασία των απαντήσεων του ερωτηματολογίου


Ερώτημα 1
Από τις απαντήσεις προκύπτει πως οι περισσότεροι έχουν συγκρατήσει στη μνήμη τους τα γλυπτά των κεντρικών πλατειών (κυρίως της πλατείας Κοραή). Κάποιοι θυμούνται το άγαλμα του Λέοντα του Πειραιά που είναι συνδεδεμένο και με την εικόνα της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας , ώς σύμβολό της στο αγώνισμα της καλαθοσφαίρισης.

Ερώτημα 2
Οι απαντήσεις δείχνουν πως οι περισσότεροι θεωρούν τα γλυπτά ως διακοσμητικά στοιχεία ή ως σύμβολα ιστορικής μνήμης.

Ερώτημα 3
Φαίνεται πως όλοι διαβάζουν το πληροφοριακό υλικό στη βάση των γλυπτών.
Πολύ αμφιβάλλουμε για την ειλικρίνεια των απαντήσεων...

Ερώτημα 4
Οι περισσότεροι δεν ξέρουν και δεν απαντούν για το αν είναι ικανοποιητικός ο αριθμός των γλυπτών στον δημόσιο χώρο της περιοχής τους

Ερώτημα 5
Απαντούν ότι σε συνθήκες οικονομικής κρίσης η τοποθέτηση γλυπτών είναι μάλλον πολυτέλεια

Ερώτημα 6
Η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων απαντά πως η Πολιτεία δεν μεριμνά γαι τη συντήρηση των γλυπτών

Ερώτημα 7
Οι περισσότεροι προτιμούν την παραδοσιακή αισθητική και όχι τη μοντέρνα για τα γλυπτά δημόσιου χώρου

Ερώτημα 8
Τα γλυπτά θεωρούνται αναγκαία στο δημόσιο χώρο (προφανώς για τους προαναφερθέντες λόγους, ιστορικούς,διακοσμητικούς κλπ)

Από το σύνολο των απαντήσεων διαπιστώσαμε πως ενώ οι περισσότεροι απάντησαν πως είναι αναγκαία τα γλυπτά έργα τέχνης στον δημόσιο χώρο, ωστόσο δεν φαίνεται να να έχουν ιδιαίτερη σχέση με αυτά και την αισθητική που εκφράζουν.

Προτάσεις τοποθέτησης νέων γλυπτών που λάβαμε ως απαντήσεις:  Μελίνα Μερκούρη, Κ. Καβάφης, Μαρία Κάλας, Μ. Αλέξανδρος, Γρηγορόπουλος Α., Φύσσας Π., Κολοκοτρώνης Θ.

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

ΓΛΥΠΤΑ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΚΟΡΑΗ

ΟΜΑΔΑ 5: Αναγνώστου Ιωάννα, Ανδρονίκου Έφη, Γρύλλη Μαριάνθη, Γρυπαίου Ειρήνη  



Ελευθέριος Βενιζέλος

(Βιογραφία) 
Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πολιτικούς. Ήταν ευφυής, ρεαλιστής και οραματιστής, ευέλικτος και τολμηρός και διέθετε μια εντυπωσιακή προσωπική ακτινοβολία. 

Γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη το 1864. Στα νεανικά του χρόνια η οικογένειά του κατέφυγε στην Ελλάδα, καθώς ο πατέρας του υφίστατο τις συνέπειες της επαναστατικής του δράσης. Μετά την αποφοίτησή του από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών άσκησε τη δικηγορία στα Χανιά αλλά σύντομα τον απορρόφησε η πολιτική ως μέλος της φιλελεύθερης παράταξης. 

Οι ηγετικές και πολιτικές του ικανότητες αναδείχθηκαν κατά την επανάσταση του 1897. Την περίοδο της Κρητικής πολιτείας (1898-1912) συνέβαλε στη διαμόρφωση του Κρητικού Συντάγματος, συγκρούσθηκε με τον Αρμοστή Γεώργιο για τις φιλελεύθερες αρχές του, κατέφυγε σε ένοπλη επανάσταση στο Θέρισο (1905) και πέτυχε την αντικατάσταση του Αρμοστή. Στις μετέπειτα προσπάθειές του για ένωση με την Ελλάδα ισορροπούσε με ευελιξία ανάμεσα στην τόλμη και στη μετριοπάθεια. 

Το 1910 έληξε ο ρόλος του στα πολιτικά πράγματα της Κρητικής πολιτείας, όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία στην Ελλάδα και συγκρότησε το "Κόμμα των Φιλελευθέρων". Υπήρξε ο πρωτεργάτης της πολιτικής και οικονομικής ανόρθωσης της Ελλάδας και της νικηφόρας έκβασης των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913). Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήρθε σε ρήξη με το στέμμα αλλά με κόστος τον Εθνικό Διχασμό (1915-1917) επέβαλε την πολιτική του για είσοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Η Ελλάδα ανταμείφθηκε για τη συμβολή της με την παραχώρηση της Αρμοστείας της Σμύρνης (1919). Στις κρίσιμες εκλογές του Νοεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος ηττήθηκε, αποσύρθηκε από την πολιτική, για να επιστρέψει μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Με δύο ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες του (1923) -την υποχρεωτική ανταλλαγή Ελλήνων και Τούρκων και τη Συνθήκη της Λωζάννης, που καθόρισε τα σύνορα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία- άλλαξε τον προσανατολισμό της ελληνικής πολιτικής και έβαλε τα θεμέλια της ειρηνικής ανάπτυξης. 
 Η τελευταία τετραετία της διακυβέρνησή του (1928-1932) ήταν περίοδος σταθερότητας και δημιουργίας. Κορυφαία επιτυχία το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας (1930). Το τέλος της σταδιοδρομίας του σημαδεύτηκε από την απόπειρα κατά της ζωής του (Ιούνιος 1933) και το αποτυχημένο κίνημα του Μαρτίου 1935. Αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι, όπου πέθανε στις 18 Μαρτίου 1936. 
ΓΛΥΠΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ θεωρείται ο  Γιάννης Παππάς, ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες γλύπτες που έδρασαν στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, μεταφέροντας και αξιοποιώντας τις διδαχές της μεταροντενικής γαλλικής σχολής. Ο Γιάννης Παππάς γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην Κωνσταντινούπολη, γιος του χειρουργού Αλέξανδρου Παππά. Το Σεπτέμβριο του 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένειά του εγκαθίσταται στην Αθήνα. Το 1929 ολοκληρώνει τις γυμνασιακές σπουδές του στο Γ' Γυμνάσιο Αθηνών. Το 1930 εγγράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (École Supérieure des Beaux-Arts) του Παρισιού. Από το 1930 ως το 1932 σπουδάζει στο εργαστήριο του καθηγητή Ζαν Μπουσέ (Jean Boucher). Το 1937 βραβεύεται με χρυσό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων. Το 1939 εκθέτει στο Παρίσι το πρόπλασμα του ανδριάντα του Αδαμαντίου Κοραή. Επιστρέφει στην Ελλάδα προκειμένου να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Την 28η Οκτωβρίου 1940 επιστρατεύεται και υπηρετεί στη ζώνη των πρόσω ως απλός οπλίτης. Τον Απρίλιο του 1941 επιστρέφει από το μέτωπο. Τα χρόνια της Κατοχής εργάζεται στο εργαστήριό του στην αθηναϊκή συνοικία Ζωγράφου. Το Δεκέμβριο του 1944 κατατάσσεται στο Βασιλικό Ναυτικό και υπηρετεί στην Ανωτέρα Ναυτική Διοίκηση Αλεξανδρείας ως ναύτης. Παραμένει στην Αλεξάνδρεια ως το 1951 και μελετά τα μνημεία της αιγυπτιακής τέχνης στο Κάιρο και την Άνω Αίγυπτο. Το 1952 επιστρέφει στην Αθήνα, όπου το 1953 εκλέγεται καθηγητής των Εργαστηρίων Γλυπτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (Α.Σ.Κ.Τ.). Ο Γιάννης Παππάς πέθανε στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 2005 σε ηλικία 92 ετών και ετάφη στο Α΄Κοιμητήριο Αθηνών. Ο Γιάννης Παππάς θεωρείται ένας από τους πιο παραγωγικούς νεοέλληνες γλύπτες .  


Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

(Βιογραφία)

 Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε το 1770 στο Ραμαβούνι Μεσσηνίας από τη Ζαμπία Κωτσάκη και τον Κωσταντή Κολοκοτρώνη.Ο πατέρας του σκοτώθηκε κατά την διάρκεια της επανάστασης του 1770 μαζί με δύο αδέλφια του από τους Τούρκους.Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγινε κλέφτης και στα 15 του καπετάνιος. Πολέμησε στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1805 και για αυτή του τη δράση κυνηγήθηκε από τους Τούρκους.

Το 1810 εντάχθηκε στον αγγλικό στρατό και για την ανδρεία του στις μάχες εναντίον των Γάλλων πήρε το βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Στις 23 Μαρτίου 1821 ύψωσε την σημαία της επανάστασης στην Καλαμάτα. Έλεγε σε αυτούς που τον ρωτούσαν για την έκβαση του αγώνα " είδα ένα όνειρο ότι ο Θεός υπέγραφε ένα συμβόλαιο ...την ελευθερία της Ελλάδος και ο Θεός την υπογραφή του δεν την παίρνει πίσω".Πήρε μέρος σε όλες σχεδόν τις μεγάλες μάχες της επανάστασης με αποκορύφωμα την άλωση της Τριπολιτσάς αλλά και την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια σώζοντας την επανάσταση.
Ονομάστηκε αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων.Κατά την είσοδο στην Τριπολιτσά αναφέρει στα απομνημονεύματα του "όταν έμβηκα στην Τριπολιτσά με έδειξαν τον πλάτανο είς το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνες ...αναστέναξα και είπα.Αίντε πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθησαν εκεί και διέταξα και τον έκοψαν".

Κατά την διάρκεια του πρώτου εμφυλίου προσπάθησε να συνετίσει τις δύο πλευρές,δεν τα κατάφερε ,και τάχθηκε με το μέρος των οπλαρχηγών. Αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθεί ο γιός του Πάνος και ο ίδιος να φυλακιστεί μαζί με άλλους οπλαρχηγούς στο Ναύπλιο. Μετά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο,τις διαδοχικές ήττες των Ελλήνων και την λαϊκή απαίτηση, η κυβέρνηση τον ελευθερώνει.

Ο Γέρος του Μοριά βλέποντας την σοβαρότητα της κατάστασης προσπαθεί να εξυψώσει το ηθικό των Ελλήνων στρεφόμενος κατά αυτών που προσκύνησαν τον εχθρό "όσοι προσκυνήσατε,να μου φέρετε τα προσκυνοχάρτια και να σας δώσω άλλα εγώ της πατρίδας". Εκστράτευσα κατά των χωριών του Λάλα,που προσκύνησαν τον Ιμπραήμ,λέγοντας "φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους" σώζοντας για άλλη μια φορά την επανάσταση. Αργότερα στα απομνημονεύματά του έγραψε ότι δεν φοβήθηκε ποτέ κατά την διάρκεια της επανάστασης,παρά μόνο εκείνη τη φορά που είδε Έλληνες να προσκυνούν.
Χαρακτηριστικό της αγάπης για την πατρίδα είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τα λεγόμενά του:"ο Ιμπραίμης μου επαρέγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν.Εγώ του αποκρίθηκα ας πάρει πεντακόσιους,χίλιους και εγώ άλλους τόσους και τότε πολεμούμε ή αν θέλει και να μονομαχήσωμεν και οι δύο.Αυτός δεν με αποκρίθηκε είς κανένα.Και άν ήθελε το δεχθεί το έκαμνα με όλην την καρδίαν,διότι έλεγα αν χανόμουν ας πήγαινα,αν τον χαλούσα εγλύτωνα το έθνος μου".

Υποστήριξε τον Καποδίστρια αλλά και αργότερα την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833 μετά τις διαφωνίες του για ασυδοσία της αντιβασιλείας συνελήφθη και φυλακίστηκε στο Ναύπλιο κατηγορούμενος για εσχάτη προδοσία.Καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά υπό την πίεση της λαϊκής κατακραυγής, η ποινή μετατράπηκε σε 20ετή φυλάκιση.Το 1835 μετά την ενηλικίωση του Όθωνα έλαβε χάρη και πήρε το βαθμό του στρατηγού. Σε όλη του τη ζωή δεν έπαψε να αγωνίζεται για το καλό της πατρίδας. Παιδιά του ήταν ο Γιάννης που έγινε πρωθυπουργός,ο Κωσταντίνος ,ο Πάνος και η Ελένη. Πέθανε το 1843 στην Αθήνα από εγκεφαλικό.

ΓΛΥΠΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη θεωρέιται  ο Λάζαρος Σώχος (1862-1911), ένας διακεκριμένος Έλληνας γλύπτης του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1862 στο χωριό Υστέρνια της Τήνου από φτωχή αγροτική οικογένεια. Σε ηλικία εννέα ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και πήγε στην Κωνσταντινούπολη σε κάποιο θείο του, λιθοξόο το επάγγελμα. Μπήκε στην τέχνη και έμαθε τα βασικά στοιχεία της γλυπτικής, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην καλλιτεχνική σχολή του Γάλλου Guillement, όπου κατέκτησε αμέσως τον θαυμασμό και την εκτίμηση των δασκάλων του και γνωρίστηκε με τη συμμαθήτριά του Θηρεσία Γ. Ζαρίφη, κόρη του τραπεζίτη Γεωργίου Ζαρίφη, που ανέλαβε την υποστήριξη των πρώτων δημιουργικών του προσπαθειών.
Όταν ο Guillemet πέθανε και η σχολή του έκλεισε, ο Σώχος, με μόνο εφόδιο μια συστατική επιστολή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να παρακολουθήσει μαθήματα γλυπτικής στο Πολυτεχνείο με δάσκαλο το Λεωνίδα Δρόση, στο εργαστήριο του οποίου εργαζόταν με ευτελές ημερομίσθιο, και ζωγραφικής κοντά στο συμπατριώτη του Νικηφόρο Λύτρα. Τα έξοδα των αθηναϊκών σπουδών του κάλυπτε, ως ένα βαθμό, το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου, με τη χορήγηση υποτροφίας ύψους 30 περίπου δραχμών μηνιαίως. Τελικά αποφοίτησε με άριστα σε όλες τις τάξεις γλυπτικής και ζωγραφικής. Αμέσως μετά την αποφοίτησή του το 1881, με τη βοήθεια της Θηρεσίας Γ. Ζαρίφη, η οποία τώρα ήταν κυρία Α. Βλαστού, ο Σώχος πήγε στο Παρίσι για μετεκπαίδευση και έγινε ο πρώτος Έλληνας εικαστικός που σπούδασε στο εξωτερικό. Στο Παρίσι διακρίθηκε και κέρδισε σε διάφορους διαγωνισμούς συνολικά δεκαεπτά αργυρά και χάλκινα μετάλλια προόδου. 
Το 1901 επέστρεψε στην Ελλάδα  και το 1908 γίνεται καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, στην οποία δίδαξε Πλαστική  ως το 1911. Έργο του ήταν η αναστήλωση του Λέοντα της Χαιρώνειας. Φιλοτέχνησε επίσης πολλά έργα, τα οποία όλα σχεδόν κατά καιρούς βραβεύτηκαν. Στα σημαντικότερα δημιουργήματά του συγκαταλέγονται: ο Κολοκοτρώνης, που βραβεύτηκε από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης, τα μνημεία του Παύλου Μελά και του Ανδρέα Συγγρού, η προτομή του Αδαμάντιου Κοραή, η οποία βρίσκεται στη Γαλλία, και τα δύο ανάγλυφα που βρίσκονται στην βάση του Ανδριάντα του Κολοκοτρώνη στην Αθήνα. Ο Λάζαρος Σώχος άφησε την τελευταία του πνοή το 1911.
 Αδαμάντιος Κοραής 



(Βιογραφία)

ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ (1748-1833)


Ο Αδαμάντιος Κοραής γεννήθηκε στη Σμύρνη και η οικογένειά του καταγόταν από τη Χίο. Μεγάλωσε σε περιβάλλον λογίων και αποφοίτησε από την Ευαγγελική Σχολή επί διευθύνσεως του Ιερόθεου Δενδρινού. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εκμάθηση ευρωπαϊκών γλωσσών. Το 1772 έφυγε για το Άμστερνταμ, τυπικά για να εργαστεί στις επιχειρήσεις του εμπόρου Στάθη Θωμά, ουσιαστικά όμως για να διευρύνει τους πνευματικούς και κοινωνικούς του ορίζοντες. Δέκα χρόνια αργότερα κατόρθωσε παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της οικογένειάς του να φύγει στο Μομπελιέ της Γαλλίας για σπουδές ιατρικής (τις οποίες ολοκλήρωσε το 1787, οπότε αναγορεύτηκε διδάκτωρ). Εκεί μυήθηκε στο πνεύμα του γαλλικού Διαφωτισμού και αφοσιώθηκε στη μελέτη της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γραμματείας. Η δύσκολη οικονομική κατάσταση που αντιμετώπισε μετά το θάνατο των γονιών του ένα χρόνο αργότερα, τον ανάγκασε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μετάφραση. Από το 1788 και ως το τέλος της ζωής του έζησε στο Παρίσι και έζησε από κοντά τη Γαλλική Επανάσταση, τα γεγονότα της οποίας επηρέασαν καθοριστικά τη σκέψη του. Μέλος της Εταιρείας των Παρατηρητών του Ανθρώπου, ανέπτυξε φιλογαλλική δράση, μετέφρασε τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και άλλα φιλελεύθερα νομικά και πολιτικά κείμενα. Το ενδιαφέρον του για την πολιτική κατάσταση στο νέο ελληνικό κράτος, αν και από απόσταση, τον συντρόφεψε ως τα τελευταία χρόνια του, οπότε τήρησε πολεμική στάση έναντι της διακυβέρνησης του Καποδίστρια. Παράλληλα ο Κοραής εξελίχθηκε σε κεντρική μορφή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, εμβαθύνοντας περισσότερο στις φιλολογικές και γλωσσολογικές μελέτες και διευρύνοντας τον κύκλο των γνωριμιών του με γάλλους και έλληνες ομογενείς. Στις αρχές του 19ου αιώνα οδηγήθηκε σταδιακά στη διαμόρφωση μιας θεωρίας για το νεοελληνικό γλωσσικό ζήτημα, γνωστής ως θεωρία της «μέσης οδού», η οποία αποτέλεσε σημείο αναφοράς και είχε ποικίλες επιπτώσεις στη μετέπειτα εξέλιξη της νεοελληνικής γλώσσας και γραμματείας. Αποτέλεσμα συνειδητής και εκ των έξω επέμβασης στη φυσική λειτουργία της γλώσσας, η «καθαρεύουσα» του Κοραή χαρακτηρίζεται θεμελιακά από τον τεχνητό χαρακτήρα της και ο ρόλος της στη λύση του μακρόχρονου ελληνικού γλωσσικού ζητήματος υπήρξε μάλλον ανασταλτικός παρά βοηθητικός. Στο χώρο της λογοτεχνίας τοποθετείται με το όψιμο αφηγηματικού χαρακτήρα κείμενό του Ο Παπατρέχας, τυπικό δείγμα απόπειρας συγγραφής με διδακτικό διαφωτιστικό στόχο. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αδαμάντιου Κοραή βλ. Κεχαγιόγλου Δημήτρης, «Αδαμάντιος Κοραής», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΒ΄,2, σ.80-96. Αθήνα, Σοκόλης, 1999. 
  
ΓΛΥΠΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ ΤΟΥ θεωρείται ο Τάκης Παρλαβάντζας. Γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών ΑΘΗΝΩΝ, ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ, και ΠΑΡΙΣΙΟΥ και πήρε τα αντίστοιχα διπλώματα. Στις 10ετή σπουδές του περιλαμβάνονται η ζωγραφική, η γλυπτική, η χαρακτική, το vitrail, και το ψηφιδωτό, η νωπογραφία, η μνημειακή τέχνη, και άλλες τεχνικές. Έχει εκθέσει σε 9 πανελλήνιες πολλές ατομικές αλλά και ομαδικές εκθέσεις τα έργα του, χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές. Εξετέλεσε έργα πολυ μεγάλων διαστάσεων, όπως 
  • Τοιχογραφία 100m2 στην εστία της Ν.Σμύρνης
  • Τοιχογραφία 24m2 vitraux στο Δημαρχείο Αθηνών
  • Τοιχογραφία 24m2 vitraux στο Δημαρχείο Αθηνών
      Για το ζωγραφικό του έργο τιμήθηκε με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών στην 11η έκθεση. Πολλά γλυπτά, μνημεία και προτομές είναι στημένα σε διάφορες πόλεις όπως : Σαμοθράκη, Σαντορίνη, Λίμνος, Γλυφάδα, Πειραιάς,Βόλος, Θεσσαλονίκη και Καμμένα βούρλα.                                                                             

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

ΓΛΥΠΤΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ



ΓΛΥΠΤΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ
 

Γεώργιος Καραϊσκάκης
 
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας επαναστάτης, αρχικά υπήρξε σπουδαίος αρματωλός και στη συνέχεια κατέστη στρατηγός της Επανάστασης του 1821.


Η ετυμολογική προέλευση του επωνύμου του

Το επίθετό του είναι χαϊδευτικό υποκοριστικό του Καραΐσκος. που έφερε ο πατέρας του ήρωα Γεώργιος Καραΐσκος. Στην παιδική του ηλικία έλαβε το προσωνύμιο το Καραϊσκάκι δηλαδή το άτυχο Καραϊσκόπουλο, λόγω της ορφάνιας του και της παραμέλησής του από τον πατέρα και τα αδέλφια του. Ο ίδιος υπέγραφε επίσημα Καραΐσκος όπως φαίνεται και στη σφραγίδα του του 1816. Πρόκειται για μια σύνθετη λέξη από του τουρκικό Kara και το παλαιότερο οικογενειακό όνομα Ίσκος.
Πρωτα χρονια
Γεννήθηκε σε μια σπηλιά πλησίον του χωριού
Μαυρομμάτι Καρδίτσας  ή σύμφωνα με άλλες πηγές σε ένα μοναστήρι στη Σκουληκαριά Άρτας  τo 1782, νόθος γιος της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά, πρώτης εξαδέλφης του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια (γι' αυτό και του έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς»). Για την ταυτότητα του πατέρα του δεν υπάρχει βεβαιότητα. Θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Καραΐσκος. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Μεγάλη ψυχολογική και κοινωνική πίεση δέχθηκε λόγω του προηγούμενου. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη, κάνει τα πρώτα βήματά του ως Κλέφτης. Ο Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά.


Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε:

"Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο".

Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε τη Εγκολπία (Γκόλφω) Σκυλοδήμου  από γνωστή οικογένεια των αρματωλών και απέκτησε την Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο του Ανδρέα Νοταρά υπουργού του Όθωνα καὶ αργότερα τὴν Ελένη (Νίτσα) καὶ τὸν Σπύρο, τὴν φύλαξη των οποίων όταν πέθανε άφησε στόν ανηψιό του Μήτρο Σκυλοδήμο. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά μετέρχονταν με γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Κατά την διάρκεια της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε το στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις και θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από την επιστημονική έρευνα.

Δράση πριν το 1821

Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα Σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ' αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.

Δράση 1821 - 1823

Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις Σουλτανικές αρχές της Λάρισας.
Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν» ενώ «τα "δικαιώματα" θα τα έστελνε ο ίδιος σ' εκείνους». Έτσι ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, εξαγοράζοντας τον καιρό και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και "αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει" έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) όταν μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα, στρατού του οποίου ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγος, ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς κοντά στον Άγιο Βλάση, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.


Το τέλος


Μνημείο για τον Γ. Καραϊσκάκη στο Φάληρο.

Η αποβίβαση του Καραισκάκη στο Φάληρο (λεπτομέρεια). Λάδι. Κ. Βολανάκη.

Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε "ταμπούρια" (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.

Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων", Κόχραν μαζί με τον Τσωρτς, "διευθυντή χερσαίων δυνάμεων" προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο με κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.

Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.

Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν πως θα κατέληγε.

Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον Στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα".

Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.

Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.

Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.




ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ

  Πολιτικός και στρατιωτικός, ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά στη στρατιωτική αναβάθμιση της Αθήνας σε ναυτική δύναμη, με όλες τις πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
  Ο Θεμιστοκλής εκτίμησε σωστά τον κίνδυνο των Περσών, συμπλήρωσε τις κατασκευές στο λιμάνι του Πειραιά και βομβάρδιζε τους Αθηναίους με μηνύματα για την αναγκαιότητα να δημιουργηθεί πολεμικό ναυτικό.
  Το 490 π.Χ. συμμετείχε ως στρατηγός στη μάχη του Μαραθώνα. Αργότερα κατάφερε με εξοστρακισμό να απομονώσει τους πολιτικούς αντιπάλους του που ήταν υποστηρικτές της ολιγαρχίας και εκπρόσωποι των πλούσιων κτηματιών.

Μετά τον εξοστρακισμό και του ολιγαρχικού αντιπάλου του, Αριστείδη, το έτος 483 π.Χ., ο οποίος ήταν ενάντια στη ναυτική δύναμη και υπέρ του πεζικού που είχαν υπό τον έλεγχό τους οι ολιγαρχικοί, υλοποίησε ο Θεμιστοκλής το ναυπηγικό του πρόγραμμα, βάσει του οποίου κατασκεύασε περίπου 200 τριήρεις που χρηματοδότησε από τα έσοδα των αργυρωρυχείων του Λαυρίου.
  Όταν πλησίασε ο Περσικός στρατός στην Αθήνα, μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, ακολουθούμενος στη θάλασσα από ισχυρό στόλο, φάνηκε ότι το σχέδιο του Θεμιστοκλή, δεν θα είχε επιτυχία. Πράγματι, οι Πέρσες κατέλαβαν το 480 π.Χ. και λεηλάτησαν την πόλη, η οποία όμως είχε προηγουμένως εκκενωθεί από τους Αθηναίους.
  Ο Θεμιστοκλής αποφάσισε να αντιμετωπίσει την κατάσταση με πανουργία, φοβούμενος την πρόωρη αποχώρηση των Σπαρτιατών στέλνοντας μυστικό μήνυμα στον Ξέρξη Α', με το οποίο τον συμβούλευε να επιτεθεί στον αθηναϊκό στόλο, πριν αυτός ξεφύγει από τη Σαλαμίνα και βγει στην ανοικτή θάλασσα.
  Ο Ξέρξης πείστηκε να επιτεθεί πριν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του και διέταξε τα μεγάλα και δυσκίνητα πλοία του στο Φάληρο να εισχωρήσουν στη ρηχή θάλασσα γύρω από τη Σαλαμίνα. Τα μικρά και ευέλικτα πλοία των Αθηναίων μετέτρεψαν την επίθεση του Ξέρξη σε φιάσκο και σε συντριβή των Περσών. Μετά την αποχώρηση τους, έπεισε ο Θεμιστοκλής τους Αθηναίους να χτιστούν (479-478 π.Χ.), ενάντια στη γνώμη και στις βλέψεις των Σπαρτιατών, τα «μακρά τείχη» που ένωναν την Αθήνα με τον Πειραιά.
  Ο Θουκυδίδης, ολιγαρχικών προτιμήσεων ο ίδιος, αναφέρει για το Θεμιστοκλή ότι ήταν άνθρωπος με πολλά φυσικά χαρίσματα και άξιος γι' αυτό του μεγαλύτερου θαυμασμού. Είχε έμφυτη οξυδέρκεια και ήταν σε θέση να κρίνει και αποφασίσει ταχύτατα σε δύσκολες συνθήκες. Μπορούσε να εξηγεί πειστικά τα σχέδιά του και, ακόμα και για θέματα που δεν γνώριζε καλά ο ίδιος, είχε την ικανότητα να αναγνωρίζει τα μειονεκτικά και πλεονεκτικά σημεία τους. Τα χαρίσματά του τον οδηγούσαν σε ευέλικτους αυτοσχεδιασμούς, με τους οποίος μπορούσε σχεδόν πάντα να αντιπαρέρχεται τις δυσκολίες.
Αυτές οι φυσικές ικανότητές του έκαναν όμως το Θεμιστοκλή συχνά αλαζονικό και μεγαλομανή, πέρα από τη φιλοχρηματία που έδειχνε σε διάφορες περιπτώσεις. Έτσι προκάλεσε την οργή των Αθηναίων, με αποτέλεσμα να εξοστρακιστεί το 471 π.Χ. με απόφαση του Δήμου. Ο Θεμιστοκλής αποσύρθηκε αρχικά στο 'Αργος και στη συνέχεια, μετά από περιπέτειες, μέσω Κέρκυρας, Ηπείρου και Μακεδονίας πήγε στη Μικρά Ασία, όπου έθεσε στη Σούσα τον εαυτό του στην υπηρεσία του Αρταξέρξη Α'. Ο Πέρσης βασιλιάς ανταπέδωσε στον υψηλό φιλοξενούμενο του, τη χάρη για τα στρατηγικά σχέδια που του υπέβαλε, ανταμείβοντας τον με τη διοίκηση μιας πλούσιας περιοχής στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας.
  Πέθανε εκεί, και κατά μία εκδοχή αυτοκτόνησε, όταν διαπίστωσε ότι ο Αρταξέρξης θα τον χρησιμοποιούσε στην εκστρατεία του εναντίον των ελληνικών πόλεων.


  Η τοποθέτηση του γλυπτού εκεί, αποφασίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1975 από το Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιά για να καλύψει τον χώρο που κάποτε βρίσκονταν το παλαιό Δημαρχείο Πειραιά (Ρολόι) το οποίο κατεδαφίστηκε. Ο ανδριάντας ήταν δωρεά του Πειραιώτη Ιωάννη Μελετόπουλου που διατελούσε τότε Πρόεδρος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας και κατασκευάστηκε από τον γλύπτη Νικόλα

  Η ιδέα να τοποθετηθεί στον Πειραιά το άγαλμα του Θεμιστοκλή δεν ανήκε, ωστόσο, στον Ιωάννη Μελετόπουλο αφού κατά τη διάρκεια της Δημαρχίας του Δεύτερου Δημάρχου Πειραιώς Πέτρου Ομηρίδη, κατασκευάστηκε μια προτομή, αντίγραφο αυτής του Μουσείου του Βατικανού, η οποία τοποθετήθηκε σε μια μαρμάρινη στήλη ύψους 10 μέτρων στην ίδια πλατεία που τότε λέγονταν Πλατεία Θεμιστοκλέους. Αργότερα η στήλη καταστράφηκε και, η προτομή πήρε θέση δίπλα στην είσοδο του Δημαρχείου. Σήμερα αυτή η προτομή βρίσκεται στα Ταμπούρια στο Κερατσίνι.
  Έτσι ο Θεμιστοκλής εξορίσθηκε για δεύτερη φορά μέχρι που ο πατέρας του Ιωάννη, ο Αλέξανδρος Μελετόπουλος πρότεινε την κατασκευή και τοποθέτηση ενός γιγαντιαίου ανδριάντα, αντάξιου με την φήμη του Θεμιστοκλή. Ο Ιωάννης Μελετόπουλος ανέλαβε λοιπόν την χορηγία της κατασκευής του, στην μνήμη του πατέρα του. Ο Θεμιστοκλής με το δεξί του χέρι δείχνει τον κεντρικό λιμένα του Πειραιά που είναι το κέντρο ανάπτυξης της Ελλάδας από την αρχαιότητα εώς και σήμερα.




                                    Λιοντάρι του Πειραιά

Το Λιοντάρι του Πειραιά είναι ένα γλυπτό το οποίο βρισκόταν στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά μέχρι το 1687. Λόγω της επιβλητικής παρουσίας του μνημείου, η πόλη ονομαζόταν και Πόρτο Λεόνε (Porto Leone). Σήμερα βρίσκεται στο ναύσταθμο της

Ιστορικές αναφορές


Το Λιοντάρι του Πειραιά στον ναύσταθμο της Βενετίας. Το μνημείο αυτό δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα το πότε και για ποιον λόγο κατασκευάστηκε, πότε και για ποιον λόγο τοποθετήθηκε στον Πειραιά. Όλα όσα ξέρουμε στηρίζονται κυρίως σε διηγήσεις και θρύλους. Οι μέχρι τώρα σχετικές έρευνες επικεντρώνονται σε προσωπικές μαρτυρίες όσων είδαν το λιοντάρι με τα ίδια τους τα μάτια κατά την επίσκεψή τους στον Πειραιά.

Aπό τους αρχαίους συγγραφείς δεν έχουμε κάποιο απόσπασμα που να κάνει λόγο για το λιοντάρι. Η πρώτη αναφορά του λιμανιού ως Πόρτο Λεόνε γίνεται σε ναυτικό χάρτη του Γενοβέζου Πέτρου Βισκόντι το 1318. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το μνημείο δεν βρισκόταν εκεί από πιο παλιά.

Ο Παυσανίας και ο Στράβωνας οι οποίοι περιγράφουν τον Πειραιά κατά την περίοδο της παρακμής του, ενώ αναφέρονται σε πολλά μνημεία, πουθενά δεν αναφέρουν το λιοντάρι. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Αkerblad στο συμπέρασμα ότι φτιάχτηκε περίπου το 2ο μ.Χ. αιώνα. Άλλοι ερευνητές υποθέτουν ότι φτιάχτηκε από τον μεγάλο δούκα της Αθήνας Γκυ ντε Λα Ρος και άλλοι πως φτιάχτηκε μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα. Οι Rafn, Watbled, Σχινάς, Αρβανιτόπουλος, καθώς και ο γλύπτης Καννόβας, που επισκέφθηκε το λιοντάρι στη Βενετία, υποστηρίζουν πως είναι έργο της κλασικής περιόδου. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει κάποια κοινά αποδεκτή εκτίμηση για την ηλικία του μνημείου.

Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι η θέση που καταλάμβανε το λιοντάρι από το 1388 δεν είναι και η αρχική και αυτό γιατί στη συγκεκριμένη θέση υπήρχαν στην αρχαιότητα οι «Στοές». Οι Amaud Fr, Guilletiere, J.-P. Babin, Spon, Wheler, Gourmenin, Robert de Dreux, Coronelli de Combew, Comelio Magni, Anne d’ Akerjhelm αναφέρουν ότι είδαν ένα λιοντάρι στον μυχό του λιμανιού. Εκτιμάται ότι το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται μεταξύ του κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας και του Τινάνειου κήπου. Οι Spon και Wheler, το 1675, αναφέρουν το ίδιο, προσθέτοντας ότι είχε μέγεθος τριπλάσιο του κανονικού. Παρατηρώντας το σωλήνα που κατέληγε στο στόμα του μέσω της ράχης, συμπέραναν ότι χρησίμευε ως κρήνη.

Η παρουσία του μνημείου στο λιμάνι του Πειραιά τερματίζεται το 1687 με την αρπαγή του από το ναύαρχο Φραγκίσκο Μοροζίνη. Μεταφέρεται στη Βενετία ως λάφυρο μαζί με άλλα τρία λιοντάρια μικρότερου μεγέθους. Τα έργα αυτά βρίσκονται μέχρι σήμερα στο ναύσταθμο της Βενετίας. Η αρπαγή των συγκεκριμένων λιονταριών δεν είναι τυχαία και αυτό γιατί έμβλημα της Βενετίας την εποχή εκείνη ήταν το λιοντάρι.



Επιγραφές του λιονταριού


Πολύς λόγος έχει γίνει για τις επιγραφές στη ράχη του λιονταριού, οι οποίες και μπορούν ίσως να δώσουν απάντηση στο ερώτημα που αφορά το πότε και γιατί κατασκευάστηκε. Πρώτος ο Δανός Akerblad το 1799 επικεντρώθηκε στο θέμα και εξέδωσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του σε μια φιλολογική εσπερίδα στην Κοπεγχάγη. Πολλοί μετά απ’ αυτόν χρησιμοποίησαν ή τροποποίησαν τη συγκεκριμένη εργασία. Αξίζει να επισημάνουμε ότι ο πρώτος Έλληνας που ασχολήθηκε με τη μετάφραση των επιγραφών ήταν ο Α. Μουστοξύδης. Το πότε χαράχτηκαν οι επιγραφές αυτές είναι ένα ερώτημα που απασχόλησε πολλούς μελετητές. Ο Laborde υποστήριξε ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν την εποχή κατά την οποία το λιοντάρι μεταφέρονταν από το Μαραθώνα στην Αθήνα. Υποστηρίζει δηλαδή ότι το μνημείο είναι δημιούργημα των Αθηναίων σε ανάμνηση της νίκης των Ελλήνων στο Μαραθώνα. Αντιθέτως, με βάση τον Bugge, οι επιγραφές χαράχτηκαν γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα. Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο Γρηγορόβιος και προσθέτει πως οι επιγραφές χαράχτηκαν από την ακολουθία του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα το 1018.


O Grimm τοποθέτησε χρονικά τη χάραξη των επιγραφών αυτών το 12ο ή το 13ο αιώνα. Οι λόγιοι της Άρκτου υποστηρίζουν την άποψη του Γρηγορόβιου και προσθέτουν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν κατ’ εντολή του κόμη Καίνιξμαρκ (Konigsmark) ή από στρατιώτη του για διασκέδαση το 1688.

Οι Akerblad, Kopish, Grimm, Bugge, Γρηγορόβιος, Αρβανιτόπουλος, Χιωτέλης υποστήριξαν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν από Σουηδό μισθοφόρο, ο οποίος υπηρετούσε στη φρουρά των Βαράγγων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τον 11ο αιώνα. Ο Laborde αντιτίθεται με την εκδοχή αυτή υποστηρίζοντας ότι οι Βάραγγοι δεν είχαν ούτε τη συνήθεια αλλά ούτε και την γνώση που απαιτείται για τέτοιου είδους επιγραφές.

Η γλώσσα των επιγραφών υπήρξε πεδίο πολλών αντιπαραθέσεων και διαφωνιών. Ο Bossi και ο αρχαιολόγος D’ Hancarville διακρίνουν πελασγική γραφή. Ο Laborde υποστήριξε ότι μοιάζουν με ελληνικά, φοινικικά, σιναϊτικά γράμματα σε πρωτόγονη μορφή. Υπήρξαν πολλοί όμως, με επικεφαλής τον Akerblad, οι οποίοι έχουν την άποψη ότι τα γράμματα είναι ρουνικά. Ρουνικό[ αλφάβητο χρησιμοποίησαν διάφοροι βόρειοι λαοί, κυρίως σκανδιναβικοί, για πάρα πολλούς αιώνες. Δεδομένου ότι η επίσκεψη τέτοιων φύλων ήταν συνεχής στο πέρασμα των αιώνων, στον ελλαδικό χώρο, ενισχύεται η θεωρία με βάση την οποία έγιναν οι διάφορες μελέτες.

Ο πρώτος ο οποίος έδωσε πλήρη ερμηνεία των επιγραφών είναι ο Σουηδός Rafn το 1856. Μετάφραση της επιγραφής αυτής υπάρχει αυτούσια στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Κων. Παπαρηγόπουλου και είναι η εξής:

  • Για την αριστερή πλευρά «Ο Χάνων με τον Ουλφ, Ασμούνδ και Οέρν κυρίευσαν αυτό το λιμάνι. Αυτοί μαζί με το Χάραλδ τον Μακρό επέβαλαν βαριές χρηματικές ποινές εξαιτίας της αποστασίας του ελληνικού λαού. Ο Δαλκ αιχμαλωτίστηκε, ο Έγιλ και ο Ραγνάρ εκστράτευσαν σε Ρουμανία και Αρμενία».
  • Για τη δεξιά πλευρά «Ο Άσμουνδ με τον Ασγείρ, Θορλείφ, Θορ και Ιβάρ χάραξαν τις επιγραφές αυτές κατόπιν παραγγελίας του Χάραλδ του Μακρού παρά την οργή των Ελλήνων να τους εμποδίσουν».

Οι ερμηνείες αυτές έχουν υιοθετηθεί από πολλούς, αλλά έχουν απορριφθεί επίσης από πολλούς. Ωστόσο το μόνο υπαρκτό πρόσωπο στην επιγραφή είναι ο Χάραλδ ο Μακρός για τον οποίο όμως δεν υπάρχει μαρτυρία για την εμφάνισή του στον Πειραιά, παρά μόνο για τις δραστηριότητές του στην ευρύτερη περιοχή.

Θρύλοι και παραδόσεις


Το λιμάνι του Πειραιά κατά το μεσαίωνα ονομαζόταν Πόρτο Λεόνε ή Πόρτο Δράκο. Η ονομασία σύμφωνα με του θρύλους, προέκυψε γιατί θεωρούσαν τους δράκους ανθρώπους, τεράστιους σε μέγεθος, οι οποίοι είχαν τη δύναμη να μεταμορφώνονται σε ανθρωπόμορφους λέοντες.

Οι Τούρκοι, από την άλλη πλευρά, το ονόμαζαν Ασλάν Λιμάνι, δηλαδή Λιμάνι του Λιονταριού. Με βάση τον σχετικό θρύλο, κάποια Τουρκάλα που ήταν έγκυος έτυχε να κοιτάξει το άγαλμα και αμέσως γέννησε ένα τέρας με πρόσωπο λιονταριού, αυτιά όρθια σαν του λαγού και πόδια μικρού παιδιού. Πήδηξε στο έδαφος βγάζοντας κραυγές σαν γαβγίσματα σκύλου. Λέγεται ότι το σκότωσαν αμέσως και ότι απαγόρευσαν στο Γάλλο χειρούργο Fouchon, που ήταν παρών να το ταριχεύσει και να το στείλει στη Γαλλία.



Προσπάθειες επαναπατρισμού


Προσπάθειες για την επιστροφή του λιονταριού έχουν γίνει από πολύ παλιά. Ήδη σε ένα φύλλο της εφημερίδας «Φωνή του Πειραιά» του 1945 αναφέρεται ότι το θέμα της επιστροφής έχει τεθεί και από πριν τον πόλεμο από την κυβέρνηση Μεταξά. Με αφορμή το δημοσίευμα της εφημερίδας, ο τότε υπουργός Πρωτευούσης Κοτζιάς έθεσε το ερώτημα στο Υπουργείο Παιδείας, το οποίο απαντώντας γνωστοποιεί ότι η αρχαιολογική υπηρεσία έχει προβεί στην αποστολή επιστολής, ζητώντας την επιστροφή των δύο λιονταριών που κοσμούσαν το λιμάνι. Βέβαια εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι γίνεται ένα μεγάλο λάθος, γιατί ένα ήταν το λιοντάρι που κοσμούσε το λιμάνι του Πειραιά.

Στις μέρες μας γίνονται και πάλι προσπάθειες για την επιστροφή αυτού του σημαντικού μνημείου. Έχει ιδρυθεί από τον Απόστολο Δρόμβο η «Επιτροπή Επιστροφής του Λέοντος». Παράλληλα με τις προσπάθειες που γίνονται, η επιτροπή είχε αναθέσει στο γλύπτη Γιώργο Μέγκουλα την κατασκευή αντίγραφου με σκοπό την ανταλλαγή και την τοποθέτηση του πραγματικού στη θέση του. Το αντίγραφο βρίσκεται στην είσοδο του λιμανιού, στη λεγόμενη «μπούκα».